Τετάρτη 13 Μαΐου 2015

Αν Φέρομαι Αλαζονικά, Απόμακρα ή Επιθετικά, να Ξέρεις ότι Ντρέπομαι....!!!!!!

Όταν νιώθουμε ντροπιασμένοι, βιώνουμε τόσο δυσάρεστες αισθήσεις που συνήθως έχουμε ισχυρό κίνητρο να κάνουμε κάτι για να νιώσουμε καλύτερα – ακόμα κι αν αυτό το κάτι αποδειχτεί καταστροφικό ή αυτοκαταστροφικό. 

Για να σας βάλω στο κλίμα, θυμίζω ότι η ντροπή αφορά την πεποίθηση ότι είμαστε θεμελιωδώς ελαττωματικοί ως άνθρωποι και την αγωνία ότι υπάρχουμε με έναν αρνητικό τρόπο στο μυαλό των άλλων[1]. 

Όταν αυτή η αίσθηση είναι βαθιά εγκατεστημένη μέσα μας, οι μανούβρες που απαιτούνται για να την ξεφορτωθούμε είναι εξαιρετικά περίπλοκες. Τόσο περίπλοκες και εξελιγμένες μάλιστα, που συχνά δεν θυμίζουν σε τίποτα ντροπή… 

Η ΝΤΡΟΠΗ ΚΡΥΒΕΤΑΙ ΣΤΑ ΠΙΟ ΑΠΙΘΑΝΑ ΜΕΡΗ Η ντροπή λειτουργεί σαν συναισθηματικός συναγερμός. Προειδοποιεί ότι δεχτήκαμε ή πρόκειται να δεχτούμε επίθεση και κινητοποιεί την αντίδραση της πάλης ή της φυγής[2]. 

Είτε επιτεθούμε, είτε το βάλουμε στα πόδια, αυτό που επιδιώκουμε είναι να μην αποκαλυφθεί το τρομερό και ντροπιαστικό «μυστικό»: ότι θεωρούμε τον εαυτό μας αποτυχημένο ως άνθρωπο. 

Όλες οι άμυνες που χρησιμοποιούμε(*) ενάντια στην ντροπή έχουν στόχο τη διαχείριση των εντυπώσεων – τον έλεγχο του πώς πιστεύουμε ότι σκέφτονται οι άλλοι για εμάς. 

Είμαι ανώτερος άνθρωπος και δεν το εννοώ μεταφορικά Αν είμαστε σπουδαίοι και μοναδικοί δεν θα έχουμε κανένα λόγο να νιώθουμε ντροπή, σωστά; Αν καταφέρουμε να κερδίσουμε αναγνώριση και θαυμασμό, θα σημαίνει ότι έχουμε μεγάλη αξία, έτσι δεν είναι; Η ιδέα είναι ότι δραπετεύουμε από έναν εαυτό τον οποίο αντιλαμβανόμαστε ως ανάξιο και απεχθή κατασκευάζοντας όχι απλώς έναν βελτιωμένο εαυτό, αλλά μια εξιδανικευμένη εκδοχή του. 

Δεν αρκούμαστε να είμαστε απλώς καλοί, θέλουμε να είμαστε οι καλύτεροι. Η αίσθηση της ανεπάρκειας θάβεται πίσω από το προσωπείο της δύναμης, της ανωτερότητας, του ταλέντου, της ομορφιάς ή της επιτυχίας. 

Από εδώ αντλούμε την αξία μας κι επιπλέον την επιδεικνύουμε: γινόμαστε αλαζονικοί και αυτάρεσκοι σε σημείο που δεν πατάμε πλέον στη γη[3]. Δεν αποκλείεται να αισθανόμαστε σαν απατεώνες μερικές φορές. 

Σε στιγμές διαύγειας, είναι πιθανό να συνειδητοποιούμε ότι υπηρετούμε μια ψεύτικη εικόνα, αλλά από την άλλη ενδέχεται να έχουμε παραμυθιαστεί τόσο πολύ, που να μην έχουμε καμία επίγνωση του πόσο έχουμε αποσυνδέσει το μέσα μας από το έξω μας. 

Το θέμα με τις εγωκεντρικές τάσεις ως μέσο διαχείρισης της ντροπής είναι ότι συχνά μας παρασύρουν να αποδείξουμε την αξία μας εις βάρος των άλλων[4]. Έτσι προκύπτει η αίσθηση ότι έχουμε ιδιαίτερα δικαιώματα και περισσότερη αξία από τους άλλους ανθρώπους και, πιο ακραία, έτσι προκύπτει η τάση μας να επιδιδόμαστε σε συμπεριφορές που θυμίζουν εκμετάλλευση των άλλων. 

Δεν κάνω ποτέ λάθη Αν αποφεύγουμε τα λάθη, δεν θα έχουμε κανένα λόγο να νιώθουμε ντροπή, σωστά; Αν δεν έχουν τίποτα να μας προσάψουν, θα σημαίνει ότι είμαστε καλοί και ικανοί, έτσι δεν είναι; 

Κάνουμε τα πάντα προκειμένου να αποδείξουμε την τελειότητα και άρα ανωτερότητά μας, έτσι ώστε εκείνοι που καραδοκούν για να μας κρίνουν ως ανάξιους, να μείνουν χωρίς δουλειά. Στο μυαλό μας τα λάθη είναι η κινητή διαφήμιση της ντροπής μας. 

Γι' αυτό έχουμε δυσκολία να διαχειριστούμε την κριτική και να αναλάβουμε τις ευθύνες μας. Το να παραδεχτούμε ότι σφάλλαμε γίνεται αντιληπτό ως κάποιου είδους ταπείνωση – ισοδυναμεί με την παραδοχή ότι δεν είμαστε αρκετά καλοί[5]. 

Έχει μια ακαμψία η στάση μας, αλλά είναι ενδεικτική της μεγάλης ανάγκης μας να κρατήσουμε την ντροπή μακριά. Αν σπιλωθεί η αψεγάδιαστη εικόνα που θέλουμε να παρουσιάζουμε, το πλήγμα θα είναι τεράστιο. 

Έτσι καταλήγουμε να βαφτίζουμε την αποτυχία επιτυχία, να διαστρεβλώνουμε ή να μειώνουμε τη σημασία των γεγονότων, να κουκουλώνουμε τα προβλήματα ή απλώς να «ξεχνάμε» οτιδήποτε άπρεπο είπαμε ή κάναμε. 

Μάλιστα, αν είμαστε πραγματικά πανικοβλημένοι, είμαστε ικανοί να αντιστρέψουμε εντελώς την πραγματικότητα και να φορτώσουμε την ευθύνη μας στους άλλους. Είναι το γνωστό ανέκδοτο που, στα πλαίσια μιας μονογαμικής σχέσης, ρωτάς τον άλλο γιατί σε απάτησε και σου απαντάει επειδή τον ανάγκασες… 

Έχουμε κλειστεί μέσα σε μια ψευδαίσθηση τελειότητας και ορθότητας που δεν επιτρέπει καμία περιέργεια για όσα συμβαίνουν έξω από εμάς. Η κοσμοθεωρία μας συνοψίζεται στο «δεν θέλω να ξέρω»[6], δηλαδή «δεν θέλω καμία επαφή με οτιδήποτε θα με κάνει να ντραπώ». 

Μου κρατάς λίγο την ντροπή; Αν οι άλλοι πρέπει να ντρέπονται για λογαριασμό τους, εμείς δεν θα έχουμε κανένα λόγο να νιώθουμε ντροπή, σωστά; Αν εκείνοι είναι πάντοτε το πρόβλημα, εμείς είμαστε στο απυρόβλητο, έτσι δεν είναι; Εδώ, ξεφορτωνόμαστε την αίσθηση ανεπάρκειας που νιώθουμε φορτώνοντάς τη στους άλλους. 

Τους επικρίνουμε και τους κατηγορούμε για όσα αρνητικά συμβαίνουν[7] κι είμαστε σε επιφυλακή για να εντοπίσουμε και υπογραμμίσουμε τις αδυναμίες και τα ελαττώματά τους. Έχουμε την ελπίδα ότι μειώνοντάς τους θα καταφέρουμε να βρεθούμε από πάνω. 

Ότι προβάλλοντας την ντροπή μας επάνω τους εκείνοι θα νιώσουν όπως νιώθουμε εμείς: μικροί και λίγοι. Κι αν αυτό που νιώθουμε για τον εαυτό μας είναι μίσος, αυτό που προβάλλουμε στους άλλους θα φτάσει την υποτίμηση, την αηδία και την περιφρόνηση[8]. 

Μοιραία γινόμαστε ανταγωνιστικοί. Προσπαθούμε να φανούμε εξυπνότεροι ή καλύτεροι από τους άλλους και επιπλέον φθονούμε εκείνους που φαίνεται να μην υποφέρουν από ντροπή, που κατά τη γνώμη μας η ζωή τους τα έφερε «εύκολα». Μπορεί να φτάσουμε να αντλούμε ευχαρίστηση από τις κακοτυχίες των άλλων ή, σπανιότερα, μπορεί να μην διστάσουμε να προκαλέσουμε μέρος της δυστυχίας τους.

Σύμφωνοι, νιώθουμε ντροπιασμένοι και θέλουμε να ντροπιάσουμε, αλλά, μεταξύ μας, αν κάνουμε τέτοια πράγματα είμαστε λιγάκι παιδα. Θα το μετανιώσεις που με ντρόπιασες Αν βάλουμε στη θέση τους όσους μας ντροπιάζουν, δεν θα έχουμε κανένα λόγο να νιώθουμε ντροπή, σωστά; 

Αν ταπεινώσουμε όσους μας ταπεινώνουν, θα ανακτήσουμε την χαμένη μας αξιοπρέπεια, έτσι δεν είναι; Η επιθετικότητα είναι η πιο καταστροφική μεταμφίεση της ντροπής. Μας αφαιρεί τη συμπόνια για τους άλλους και μας κάνει πικρόχολους, μνησίκακους και εχθρικούς[9]. 

Μας κάνει να θέλουμε να τιμωρήσουμε εκείνους που αντιλαμβανόμαστε ότι μας ντρόπιασαν, ώστε να νιώσουν ταπεινωμένοι όπως εμείς.

Αν φτάσουμε στα άκρα, δεν αποκλείεται να επιδοθούμε σε εκφοβισμούς και νταηλίκια, να επιχειρήσουμε να ασκήσουμε διαπροσωπική δύναμη πάνω στους άλλους και ακόμα να οδηγηθούμε σε πράξεις ξεκάθαρης λεκτικής ή σωματικής βίας[10]. 

Εδώ πλέον ζούμε υπό το κράτος του φόβου και της οργής. Παίζουμε και ξαναπαίζουμε σενάρια αντεκδίκησης στο μυαλό μας, είμαστε σε επιφυλακή για την παραμικρή προσβολή ή ένδειξη ασέβειας στο πρόσωπό μας και προβαίνουμε σε αντίποινα στο όνομα της τιμής και υπερηφάνειας μας. 

Μπορούμε να εξοργιστούμε ακόμα και χωρίς να «προκληθούμε», αν αισθανθούμε μειωμένοι μπροστά σε ανθρώπους τους οποίους αντιλαμβανόμαστε ως ανώτερους – είτε επειδή τους θεωρούμε εξυπνότερους ή ομορφότερους από εμάς, είτε επειδή πιστεύουμε ότι έχουν περισσότερη δύναμη και εξουσία από ότι εμείς. 

Η αίσθηση της ταπείνωσης υποτίθεται ότι μπορεί να οδηγήσει σε μια οργισμένη αντίδραση με σκοπό να ανακτηθεί ο έλεγχος, άρα με αυτή την έννοια οι επιθέσεις προς τους άλλους μπορούν να ερμηνευθούν ως απόπειρες προστασίας απέναντι στην αδυναμία που νιώθουμε[11]. 

Το ζήτημα είναι ότι, ανεξάρτητα από το αν θεωρούμε τις επιθέσεις μας έκφραση νόμιμης (ψυχολογικής) άμυνας, τα πράγματα σε αυτό το σημείο δεν αφορούν πλέον την ψυχολογία ή την ηθική, αλλά τον ποινικό κώδικα. Χαλί θα γίνω να με πατήσεις 

Αν αποδείξουμε στους άλλους ότι είμαστε καλοί και αγαπητοί, δεν θα έχουμε κανένα λόγο να νιώθουμε ντροπή, σωστά; Αν είμαστε υποχωρητικοί και γίνουμε θυσία για εκείνους, δεν κινδυνεύουμε να απορριφθούμε, έτσι δεν είναι; Εδώ, προσανατολίζουμε τη συμπεριφορά μας προς το να επηρεάσουμε θετικά τον τρόπο που μας βλέπουν οι άλλοι[12]. 

Επιδεικνύουμε τα επιθυμητά χαρακτηριστικά, δεν δημιουργούμε προβλήματα και γινόμαστε οτιδήποτε νομίζουμε ότι θέλουν οι άλλοι να γίνουμε, πιστεύοντας ότι έτσι θα κερδίσουμε την αποδοχή τους και θα είμαστε ασφαλείς. 

Δεν πρόκειται για μαζοχισμό – ικανοποιούμε τις ανάγκες και επιθυμίες των άλλων στην προσπάθειά μας να αποφύγουμε την «τιμωρία», όπου τιμωρία θα σήμαινε ότι μας έκριναν ως ανάξιους και μας εγκατέλειψαν. 

Πιστεύουμε ότι αν εμφανιστούμε χωρίς τη μάσκα της ευχαρίστησης, της ανεκτικότητας και της δοτικότητας, οι άλλοι δεν θα έχουν κανένα λόγο να μείνουν κοντά μας. Τα αποτελέσματα αυτής της τακτικής είναι γνωστά. Επιτρέπουμε να παραβιάζουν τα όριά μας, κάνουμε πολλές υποχωρήσεις, ζητάμε συγνώμη ενώ δεν έχουμε κάνει τίποτα και, στο τέλος, καταλήγουμε να νιώθουμε θύματα. 

Κι αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, χρησιμοποιώντας την υποταγή για να κάνουμε τους άλλους να μας αποδεχτούν ώστε να αποφύγουμε την ντροπή μας, γινόμαστε λίγο (έως πολύ) χειριστικούληδες. 

Αν όλα αποτύχουν αποφεύγω ή δραπετεύω Αν αποφεύγουμε οτιδήποτε ντροπιαστικό, δεν θα έχουμε κανένα λόγο να νιώσουμε ντροπή, σωστά; Αν μουδιάσουμε το μυαλό και τις αισθήσεις, η ντροπή θα ξεχαστεί, έτσι δεν είναι; 

Η αποφυγή και η δραπέτευση ως μέσο διαχείρισης της ντροπής[13], συνήθως εμφανίζονται όταν έχουν αποτύχει όλα τα υπόλοιπα. 

Τότε αποσυρόμαστε κυριολεκτικά, αποφεύγοντας σχέσεις ή καταστάσεις που θα μπορούσαν να μας προκαλέσουν ντροπή, αλλά και μεταφορικά, αποσυνδεόμενοι συναισθηματικά και σχετιζόμενοι με τον κόσμο με έναν θεωρητικό και διανοητικό τρόπο. 

Σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να απομονωθούμε τελείως ή να απορροφηθούμε σε περισπασμούς, αναπτύσσοντας ψυχαναγκαστικές και εξαρτητικές(*) συμπεριφορές[14]. Βλέπουμε τηλεόραση ή χανόμαστε στο internet με τις ώρες, πίνουμε ή τρώμε πολύ, κάνουμε ψυχαναγκαστικά σεξ, ξοδεύουμε μέχρι δεκάρας ή δουλεύουμε μέχρι τελικής πτώσης, όλα σε μια προσπάθεια να «ναρκωθούμε» και να ανακουφίσουμε την ντροπή και τον πόνο που προκαλεί. 

Στο τέλος μπορεί να εγκαταλείψουμε τελείως τον εαυτό μας ή να προσπαθήσουμε ενεργητικά να τον σαμποτάρουμε και να τον βλάψουμε. 

Παραμελούμε την υγεία ή την εμφάνισή μας, αναπτύσσουμε σοβαρές εξαρτήσεις όπως οι διατροφικές διαταραχές ή ο αλκοολισμός και κλωτσάμε επίτηδες κάθε ευκαιρία επιτυχίας ή ευτυχίας που εμφανίζεται στο δρόμο μας[15]. Η ιδέα είναι ότι, σε αντίθεση με άλλους που στρέφουν προς τα έξω την επιθετικότητα που τους προκαλεί η ντροπή[16], εμείς τη στρέψαμε προς τα μέσα. 

Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΗΣ ΝΤΡΟΠΗΣ ΕΙΝΑΙ ΑΣΠΡΟΜΑΥΡΟΣ Τελικά, η ντροπή μας οδηγεί στα άκρα. Εξαιτίας της γινόμαστε κάτι λιγότερο ή κάτι περισσότερο από άνθρωποι, αλλά ποτέ κανονικοί άνθρωποι[17]. 

Βρισκόμαστε ταπεινωμένοι με κατεβασμένο το κεφάλι ή πάμε στο άλλο άκρο και εμφανιζόμαστε σχεδόν ξεδιάντροποι. Είμαστε τα πάντα ή ένα τίποτα. Δεν υπάρχουν γκρίζες ζώνες, δεν υπάρχει ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ της ανώτερης ή κατώτερης θέσης μας στον κόσμο. 

Ζούμε μέσα σε απόλυτες βεβαιότητες όπου τα πράγματα είναι είτε άσπρα είτε μαύρα και η μοίρα μας προδιαγεγραμμένη: θα ζήσουμε και θα πεθάνουμε στην ντροπή[18]. 

Όσες άμυνες και να χρησιμοποιήσουμε, δεν υπάρχει τρόπος να της ξεφύγουμε, κάθε στιγμή είμαστε μόνο ένα βήμα μπροστά από την ντροπή. Η μεγαλομανία, η τελειομανία, η οργή, ο φθόνος, η περιφρόνηση, η υποτακτικότητα, ακόμα και η προσωπική μας απόσυρση καλύπτουν ή αναπληρώνουν την ντροπή, αλλά δεν την «θεραπεύουν». 

Προσφέρουν μια παροδική αίσθηση ασφάλειας[19], αλλά μετά από λίγο ο «ελαττωματικός» εαυτός επανεμφανίζεται. Χώρια που αυτές οι συμπεριφορές συνήθως δημιουργούν περαιτέρω ντροπή και οδηγούμαστε σε φαύλους κύκλους. Κατά κάποιο τρόπο, η πραγματική μας εξάρτηση είναι η ίδια η ντροπή[20]. 

Έχουμε στήσει γύρω της μια ζωή μυστικότητας προσπαθώντας να κρατήσουμε κρυφό το «ντροπιαστικό» μυστικό του πώς πραγματικά αισθανόμαστε για τον εαυτό μας. Δεν είμαστε ελεύθεροι πλέον, έχουμε αφιερωθεί ολοκληρωτικά στη συγκάλυψη της ντροπής[21]. 

Αλλά όσο και να αρνούμαστε ή να διαστρεβλώνουμε την πραγματικότητα, η πραγματικότητα δεν αλλάζει. Όσο και να ντρεπόμαστε να παραδεχτούμε ότι μεγαλώνουμε, ότι έχουμε μια εξάρτηση, ότι έχουμε έναν άρρωστο γονιό, ότι πάσχουμε από μια ασθένεια, ότι αντιμετωπίζουμε ψυχολογικές δυσκολίες, ότι αυτός που αγαπάμε δεν μας θέλει, ότι μας απέλυσαν ή οτιδήποτε άλλο, η πραγματικότητα δεν αλλάζει.

Όσο η ντροπή παραμένει στα σκοτάδια δεν έχουμε ελπίδα. Μόνο αν την φέρουμε στο φως μπορούμε να ελπίζουμε σε μια καλύτερη σχέση μαζί της. Αλλά αυτό είναι θέμα άλλου άρθρου… 

ΝΑ ΘΥΜΑΣΤΕ Αν σε κάποιες από τις συμπεριφορές που διαβάσατε αναγνωρίσατε τον εαυτό σας, να θυμάστε ότι η συνειδητοποίηση μιας «δυσλειτουργικής» συμπεριφοράς πολλές φορές ανοίγει το δρόμο για την αλλαγή της, οπότε με αυτή την έννοια μάλλον είστε σε καλό δρόμο. 

Αν όμως σε αυτές τις συμπεριφορές αναγνωρίσατε τους ανθρώπους με τους οποίους σχετίζεστε τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά. Το να καταλάβουμε ότι κάποιοι άνθρωποι δυσκολεύουν τον εαυτό τους, τους άλλους και τις σχέσεις τους λόγω ανυπόφορης ντροπής μας προσφέρει κάποιες απαντήσεις και πιθανόν μας προκαλεί συμπάθεια, αλλά δεν μας κάνει ικανούς να λύσουμε το «πρόβλημα» ούτε μας εξασφαλίζει ότι θα καλυτερέψουν οι σχέσεις μαζί τους. 

Μπορούμε, αν θέλουμε, να δείξουμε υπομονή και ζεστασιά, να προσπαθήσουμε να δημιουργήσουμε κλίμα ασφάλειας ή να τους παροτρύνουμε να ζητήσουν βοήθεια, αλλά δεν μπορούμε να τους αλλάξουμε ή να τους εξαναγκάσουμε να αλλάξουν. 

Επίσης, η κατανόηση, η ζεστασιά και η συμπάθεια έχουν μια εξαίρεση: Αν κάποιος είναι βίαιος δεν έχει καμία σημασία αν είχε δύσκολα παιδικά χρόνια ή αν αισθάνεται ντροπιασμένος από κάτι που είπαμε ή κάναμε. Ακόμα και αν υποθέσουμε ότι αυτά εξηγούν ένα μέρος της συμπεριφοράς του, μην κάνετε το λάθος να θεωρήσετε ότι δικαιολογούν τη συμπεριφορά του. Η γνώμη μου είναι να απομακρυνθείτε ή να καλέσετε βοήθεια.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου